πινομή

πινομή
η, και πινόμι, το, Ν
1. επώνυμο, επίθετο
2. όνομα
3. φρ. «για πινομή σου» — επ' ονόματι σου, για χάρη σου, για λογαριασμό σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πινόμι έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. επονομάζω (πρβλ. ζυγιάζω: ζύγι) ενώ ο τ. πινομή μεταπλασμένος τ. τού πινόμι, κατά τα θηλυκά σε -ή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”